- μπιζάρω
- (λ. ιταλ.), μπιζάρισα, ζητώ να επαναληφθεί μουσικό ή θεατρικό κομμάτι φωνάζοντας «μπις», χειροκροτώ, επιδοκιμάζω: Πολλές φορές μπιζάρισαν τους ηθοποιούς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.