μπιζάρω

μπιζάρω
(λ. ιταλ.), μπιζάρισα, ζητώ να επαναληφθεί μουσικό ή θεατρικό κομμάτι φωνάζοντας «μπις», χειροκροτώ, επιδοκιμάζω: Πολλές φορές μπιζάρισαν τους ηθοποιούς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μπιζάρω — μπιζάρω, μπιζάρισα βλ. πίν. 55 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μπιζάρω — 1. κάνω κάτι για δεύτερη φορά 2. ανακαλώ στη σκηνή ηθοποιούς ή τραγουδιστές ή μουσικούς φωνάζοντας «μπις» 3. χειροκροτώ, επευφημώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bis < λατ. bis «δις» + κατάλ. άρω] …   Dictionary of Greek

  • μπιζάρισμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μπιζάρω, η ανάκληση τών εκτελεστών ενός θεατρικού ή μουσικού έργου στη σκηνή για να επαναλάβουν ένα μέρος του. [ΕΤΥΜΟΛ. μπιζάρω, κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. τρακάρω τρακάρισμα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”